εὐλέων

εὐλέων
εὐλή
worm
fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευλή — εὐλή, ἡ (Α) συν. στον πληθ. 1. σκουλήκι, προνύμφη μύγας η οποία ζει στο κρέας που σαπίζει («ὑπ εὐλέων καταβρωθῆναι», Ηρόδ.) 2. γεν. σκουλήκι («εὐλάς τε κάμπας τε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ε Fl a, ίσως < *Fελ ή, με μετάθεση. Πρόκειται για ονοματικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”